- ψέφει
- ψέφοςdarknessneut nom/voc/acc dual (attic epic)ψέφεϊ , ψέφοςdarknessneut dat sg (epic ionic)ψέφοςdarknessneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψέφω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω» 2. «ψέφει ἐντρέπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε… … Dictionary of Greek
καταψέφει — κατᾱψέφει , κατά ἀψεφέω neglect imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) κατά ἀψεφέω neglect pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατά ἀψεφέω neglect imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)